- επόγδοος
- ἐπόγδοος, -ον (AM)1. αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο2. (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο τού κεφαλαίουμσν.μουσ. μείζων τόνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπόγδοος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόγδοον — ἐπόγδοος of masc/fem acc sg ἐπόγδοος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόοιν — ἐπόγδοος of masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόοις — ἐπόγδοος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόου — ἐπόγδοος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόους — ἐπόγδοος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόων — ἐπόγδοος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπογδόῳ — ἐπόγδοος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόγδοα — ἐπόγδοος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόγδοοι — ἐπόγδοος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)